ουμιάκ

ουμιάκ
το
ναυτ. βάρκα τών παραλίων τής Γροιλλανδίας, με μεγάλο μήκος και μικρό πλάτος, που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από γυναίκες για βοηθητικές εργασίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”